- διτάξιος
- -α, -ο(για σχολεία), αυτός που έχει δύο τάξεις ή δύο δασκάλους για όλες τις τάξεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διτάξιος — α, ο αυτός που αποτελείται από δύο σχολικές τάξεις, ο χωρισμένος σε δύο τάξεις … Dictionary of Greek